- ξυλουργής
- ξῠλουργ-ής, ές,A made of wood,
διάφραγμα Lyd.Mag.3.37
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάφραγμα Lyd.Mag.3.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλουργής — ξυλουργής, ές (Μ) κατασκευασμένος από ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek
ξυλουργές — ξυλουργής made of wood masc/fem voc sg ξυλουργής made of wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξυλουργῶν — ξυλουργέω work wood pres part act masc nom sg (attic epic doric) ξυλουργής made of wood masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ξυλουργός carpenter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)